κηροπήγιο

κηροπήγιο
Σκεύος για την τοποθέτηση ενός ή περισσότερων κεριών. Πρόδρομός του μπορεί να θεωρηθεί ο ξύλινος ρητινούχος πυρσός, που στερεωνόταν στο χώμα ή στα τοιχώματα των προϊστορικών σπηλαίων. Η παραδοσιακή μορφή του κ. είναι ετρουσκικής καταγωγής και ανάγεται τουλάχιστον στον 7o αι. π.Χ. Προϊόντα ετρουσκικής τέχνης ήταν τα μπρούντζινα κ. οικιακής χρήσης των Ρωμαίων (στις ανασκαφές της Πομπηίας ανακαλύφθηκαν αρκετά και ποικίλου σχήματος), ενώ τα μεταγενέστερα μαρμάρινα κ. ήταν ρωμαϊκής κατασκευής και έφεραν πλούσιες ανάγλυφες διακοσμήσεις (κάποια βρίσκονται στα μουσεία του Βατικανού). Στις ρομανικές εκκλησίες υπάρχουν τα μεγάλα λειτουργικά κ. από μάρμαρο ή ορείχαλκο, με γλυπτές ή ένθετες διακοσμήσεις (Άγιος Παύλος στη Ρώμη, μητρόπολη της Γκαέτα). Μετά τον 14o αι. παρουσιάστηκαν στις αναγεννησιακές εκκλησίες τα πρώτα σκαλιστά και επίχρυσα ξύλινα κ., φορτωμένα με κοσμήματα (Άγιος Μάρκος στη Βενετία, Σάντα Μαρία ιν Oργκάνο στη Βερόνα). Τα κ. οικιακής χρήσης διαδόθηκαν μετά τον 11o αι. μέσω της Γερμανίας και διατήρησαν σε όλη τη μεσαιωνική περίοδο τα χαρακτηριστικά των τοπικών βιοτεχνιών. Τον 16o αι. κυριάρχησε διεθνώς η προτίμηση για τον γαλλικό μπαρόκ τύπο εσωτερικής διακόσμησης (στιλ Λουδοβίκου ΙΔ’, IE’, ΙΣΤ’), με τις ορειχάλκινες επίχρυσες διακοσμήσεις. Toν 18o αι. απέκτησαν διεθνή φήμη τα βενετσιάνικα κρυστάλλινα κ., ενώ τον 19o αι. επικράτησε το γαλλικό στιλ, με τον αυτοκρατικό ρυθμό. Η σύγχρονη διακοσμητική τέχνη δεν φαίνεται να έδωσε ιδιαίτερη προσοχή στο είδος αυτό, κυρίως λόγω της μεταβολής των μέσων φωτισμού. Μεγάλο μαρμάρινο σκαλιστό κηροπήγιο των ρωμαϊκών αυτοκρατορικών χρόνων (Εθνικό Μουσείο, Νάπολη). Γαλλικό κηροπήγιο από επίχρυσο ορείχαλκο, πολύτιμο έργο χρυσοχοΐας του 18ου αι. Ορειχάλκινο ετρουσκικό κηροπήγιο (Εθνικό Μουσείο της Βίλα Τζούλια, Ρώμη).
* * *
το
ειδικό σκεύος διαφόρων σχημάτων, με μία ή περισσότερες υποδοχές, που χρησιμοποιείται για την τοποθέτηση κεριών, κηροστάτης, κν. καντηλέρι («τα κηροπήγια τής εκκλησίας» — τα μανουάλια, όπου τοποθετούν τα αναμμένα κεριά οι πιστοί, ή τα δικηροτρίκηρα που κρατούν οι ιερωμένοι σε διάφορα σημεία τής θείας λειτουργίας και που αποτελούν λειτουργικά σκεύη).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -πήγιον (< -πηγός < πήγνυμι), πρβλ. ασπιδο-πήγιον, κλινο-πήγιον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κηροπήγιο — το σκεύος πάνω στο οποίο τοποθετούνται ένα ή περισσότερα κεριά, μανουάλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μανουάλι — και μανάλι, το (Μ μανουάλιον και μανουάλιν και μανουάλι και μανάλι) ψηλό και μεγάλο μεταλλικό κηροπήγιο που χρησιμοποιείται στις χριστιανικές εκκλησίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. manuale (candelabrum) «χειροπληθές κηροπήγιο», μεγάλο, επιβλητικό… …   Dictionary of Greek

  • κανδηλάβρα — κανδηλάβρα, ἡ (Μ) κηροστάτης, κηροπήγιο, καντηλέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. candelabrum «κηροπήγιο», που προέκυψε από μεταπλασμό παλαιότερου τ. candelaber] …   Dictionary of Greek

  • κηροστάτης — ο (Μ κηροστάτης) 1. μεγάλο κηροπήγιο στο οποίο τοποθετούνται τα κεριά, κν. μανουάλι 2. μικρό κηροπήγιο με μία ή περισσότερες υποδοχές, κν. καντηλέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + στάτης (< ἵστημι) πρβλ. λυχνο στάτης, φανο στάτης] …   Dictionary of Greek

  • ορείχαλκος — Δυαδικό κράμα χαλκού και ψευδάργυρου με περιεκτικότητα σε ψευδάργυρο έως 50%. Ο βιομηχανικός ο. (περίπου 20 25% σε ψευδάργυρο) έχει χαρακτηριστικό κίτρινο χρώμα, είναι πολύ συμπαγής, λεπτόκοκκος και μπορεί να υποστεί επεξεργασία εν θερμώ και εν… …   Dictionary of Greek

  • δίκηρο — το (Μ δίκηρον) κηροπήγιο για δύο κεριά …   Dictionary of Greek

  • διβάβουλον — και διβάμουλον και διβάμβουλον και διβάμπουλον, το (ΜΝ) δίστομο επίχρυσο κηροπήγιο όπου έκαιγε μεγάλη λαμπάδα μπροστά από τον Βυζαντινό αυτοκράτορα σ ένδειξη τιμής. Τούτο τό κληρονόμησαν μετά την άλωση ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως και οι… …   Dictionary of Greek

  • θρυαλλίδα — Ταινιοειδές κατασκεύασμα από εύφλεκτες ου σίες, το οποίο προορίζεται να μεταδίδει σε απόσταση και σε έναν προκαθορισμένο χρόνο την έναυση σε εκρηκτικές γομώσεις. Το εύφλεκτο υλικό, που αποτελείται συνήθως από μαύρη πυρίτιδα, περιέχεται σε έναν… …   Dictionary of Greek

  • καντηλέρι — το και κανδηλέρι και καντηλιέρι (Μ καντηλέρι και κανδηλέρι) επιτραπέζια λυχνία νεοελλ. μεταλλικό σκεύος στο οποίο στερεώνονται τα αναμμένα κεριά στην εκκλησία, το κηροπήγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. candelier] …   Dictionary of Greek

  • κεροστάτης — και κηροστάτης, ο εκκλησιατικό και οικιακό σκεύος, στις υποδοχές τού οποίου τοποθετούνται τα κεριά για να στηρίζονται, μανουάλι, κηροπήγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κερί + στάτης (< ἵστημι), πρβλ. λυχνο στάτης, φανο στάτης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”